- δύσχρηστοι
- δύσχρηστοςhard to use: masc /fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύσχρηστοι — δύσχρηστος hard to use masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek